- δηλίκια
- Απόδοση της λατινικής λέξης delicia ή deliciae, που αναφερόταν στα παιδιά που χρησίμευαν ως ζωντανός διάκοσμος ή για διασκέδαση των γυναικών. Το έθιμο μεταφέρθηκε από την αρχαία Ρώμη στην Αλεξάνδρεια, όπου η Κλεοπάτρα είχε στην ακολουθία της πολλά μικρά παιδιά, γυμνά και στολισμένα με φτερά και μικρά βέλη, σαν ερωτιδείς. Οι Έλληνες τα ονόμαζαν ψιθυρά.
Dictionary of Greek. 2013.